- πύρωση
- η / πύρωσις, -ώσεως, ΝΑ1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πυρώνω, η πυράκτωση2. ιατρ. αίσθημα καύσου στο επιγάστριο, το οποίο ανεβαίνει στον οισοφάγο και συνοδεύεται από ερυγές και αναγωγή όξινου υγρού, κν. καούρα («στομάχου πύρωσις», Διοσκ.)νεοελλ.(μεταλργ. -χημ. -τεχνολ.) θέρμανση πυρίμαχου υλικού ή μεταλλεύματος σε θερμοκρασία υψηλή αλλά κατώτερη τού σημείου τήξεως, η οποία διακρίνεται σε πύρωση χωρίς χημική αντίδραση, που χρησιμοποιείται για την αφυδάτωση σώματος, την αποσύνθεση μεταλλεύματος ή τον διαχωρισμό δύο προϊόντων, και σε πύρωση με χημική αντίδραση, τής οποίας υπάρχουν διάφοροι τύποιμσν.-αρχ.φλογερός ζήλοςαρχ.1. το να εκθέτει κανείς κάτι στη φωτιά, ψήσιμο ή βράσιμο («ἡ ἐν τῷ ὑγρῷ πύρωσις», Αριστοτ.)2. δοκιμασία με φωτιά («δοκίμιον ἀργυρίῳ καὶ χρυσῷ πύρωσις», Ησύχ.)3. μτφ. θλίψη προκαλούμενη για δοκιμασία («μὴ ξενίζεσθε τῇ ἐν ὑμῑν πυρώσει πρὸς πειρασμὸν ὑμῑν γινομένη», ΚΔ)4. καυτηρίαση5. καταστροφή με φωτιά, πυρπόληση («γῆν πυρώσει ἀφανίζων», Ιώσ.)6. φλόγα, φωτιά7. μτφ. φλογερός πόθος8. πυρετός9. ασθένεια τών δημητριακών, σκωρία10. στον πληθ. oἱ πυρώσειςπυρετώδεις καταστάσεις.[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρῶ (ΙΙ) «πυρακτώνω». Η λ., ως επιστημον. όρος τής Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. pyrosis].
Dictionary of Greek. 2013.